Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



μοναξία, ἡ


Ερμηνεία:

[μοναξιά, το να αισθάνεται κανείς μόνος και μοναχός]  



Ετυμολογία:

< (Αρχ.) επιρρ. μονάξ < [(Όμηρ.)μόνος (αφημένος, παρατημένος, μοναχικός)]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

… Μοναξία, ἀνία, κόσμος βαρύς, κακός, ἀνάλγητος. Ὑγεία κατεστραμμένη[Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: